4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Kώστας Kαββαθάς


«_ Όπως όλοι γνωρίζουμε, αλλά δεν τολμούμε να παραδεχτούμε δημόσια, δεν
υπάρχει οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα που να μην έχει σαν πρώτο
στόχο τη φοροδιαφυγή (που είναι παράνομη) ή τη φοροαποφυγή (που είναι
ημι-νόμιμη!) και το ερώτημα που θέτουν στον εαυτό τους, τουλάχιστον οι
προβληματισμένοι και υπεύθυνοι πολίτες, είναι: ποιος φταίει γι? αυτό το
φαινόμενο. Οι _μάκηδες_ της ιστορίας μας ή το παράλυτο και πέρα για πέρα
διεφθαρμένο _κράτος_;_»

H ιστορία του Μάκη Παπατζή(*)

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ νωχελικά στο δερμάτινο κάθισμα της λευκής περλέ Μερτσέντες C, με
το ένα πόδι να κρέμεται νωχελικά έξω και το άλλο να ξεκουράζεται στο πεντάλ
του γκαζιού, ο Μάκης Παπατζής (φανταστικό όνομα) γεύεται τα φρούτα της
επιτυχίας.
Μέσα σε δέκα χρόνια κατάφερε να μετατρέψει τη βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων
που του άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας του σε μικρή «βιομηχανία» που διέθετε
τα προϊόντα της σε δικά της υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε δέκα
χρόνια είχε περάσει από το Ζάσταβα 1100 στο «Μερσεντέ» 200 και από τον
Ποδονίφτη στη Φιλοθέη.
O Μάκης αισθάνεται -και είναι- καλά. Σ? αυτό βοηθάει η μυρουδιά του
δέρματος του «σαλονιού» (2 εκατ. δρχ.), οι ήχοι από το ηχοσύστημα με τα 8
ηχεία και τον ενισχυτή των 150 Βατ (4 εκατ.), αλλά και τα ρούχα και τα
αξεσουάρ που φοράει. Σακάκι και παντελόνι Boss (300 χιλ.), παπούτσια Cole
Hann (35 χιλ.) κι ένα χρυσό ελβετικό ρολόγι (15 εκατ). Την εικόνα της
ευφορίας συμπληρώνει η σκέψη ότι τα (αφορολόγητα) κέρδη της επιχείρησής του
ξεπέρασαν τα 500 εκατ. δραχμές για το 1993, αλλά και το γεγονός ότι το 1994
προβλέπεται ακόμα καλύτερο.
Γιατί αφορολόγητα; Διότι ο Μάκης έχει βρει τρόπους να αποφεύγει τους
υπουργούς Οικονομικών.
Πώς; Απλά, ο Μάκης δεν υπάρχει! Θέλω να πω ο άνθρωπος ζει και βασιλεύει και
τα μπουζούκια διαφεντεύει, αλλά -επισήμως- δεν υπάρχει. Έτσι τα έχει
«κανονίσει», ώστε όλοι γύρω του (συνεργάτες, μαγαζάτορες, εφοριακοί,
αστυνομικοί) να είναι «ευχαριστημένοι». Στις συζητήσεις του μάλιστα, με
τους πνιγμένους από τις υποχρεώσεις και διαλυμένους από τη δουλειά φίλους
και γνωστούς, υπερηφανεύεται για την ικανότητά του να περνάει απαρατήρητος.
«Τι λέτε ρε μα..κες που θα πληρώσω εγώ εφορία», κατακεραυνώνει όποιον
τολμήσει να του πει ότι πληρώνει φόρους, «τι μου δίνει εμένα το
ξεφτιλισμένο το κράτος για να του δώσω εγώ;»
Οι τρόποι που χρησιμοποιεί είναι γνωστοί σε όλους (και βέβαια στο ίδιο το
«κράτος» που ζει απ? αυτούς). Πωλήσεις χωρίς τιμολόγια, υποτιμολογήσεις,
δεύτερα βιβλία, αποφυγή πληρωμής ΦΠΑ, λαδώματα, δωράκια, συνεχείς αλλαγές
της «έδρας» και της νομικής μορφής της επιχείρησής του κ.λπ.
Παρά τον τεράστιο «τζίρο» που κάνει η βιοτεχνία του, το ελληνικό Δημόσιο
δεν τη «βλέπει» -τόση η στραβομάρα του.
«Πώς νομίζετε ότι χτίστηκαν οι βίλες, αγοράστηκαν τα κρούζερ, οι _Μπεμβέ_
και τα _Τουότα__ Ξυπνήστε πριν να είναι πολύ αργά», φωνάζει, και η
επιχειρηματολογία του πείθει ακόμα και τους αδιάφθορους του Έλιοτ Νες!
Αν και φανταστικό πρόσωπο, ο Μάκης Παπατζής είναι πιο αληθινός απ? τη ζωή.
Τον συναντάμε παντού. Στο πρόσωπο του «συμπαθούς» ταξιτζή που κερδίζει
εκατομμύρια (αλλά αρνείται να δώσει 100.000 το χρόνο), του εξυπηρετικού
εργολάβου (που δεν έχει κάνει ποτέ δήλωση στη ζωή του), του υδραυλικού (που
δίνει δύο προσφορές, μία με ΦΠΑ και μία χωρίς), του δημόσιου υπάλληλου (που
το εξοχικό του έχει θερμαινόμενη πισίνα), του ιδιοκτήτη της «γραφικής»
ταβέρνας (που κάνει «λογαρισμούς» σε χασαπόχαρτο), του ιδιοκτήτη του
σκυλάδικου (που θα «πεινάσει» με το νέο ωράριο), του γιατρού που παίρνει
φακελάκια (Παίρνουν. Τα πήραν από ?μένα χοντρά (600.000 δρχ.) για να
εγχειρήσουν τη μακαρίτισσα τη μάνα μου πριν πεθάνει, αλλά δεν το
κατάγγειλα, γιατί ποιος ήρωας μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο όταν ο γονιός του
ψυχορραγεί;). Χιλιάδες τα παραδείγματα και δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε
ότι οι Έλληνες μισθωτοί, επιχειρηματίες και συνταξιούχοι που δηλώνουν όλα
τους τα εισοδήματα πρέπει να ανήκουν σε εκείνη την ξεχασμένη κατηγορία των
πολιτών που θυμάται ακόμα τα λόγια του Εθνικού Ύμνου.

Εκεί λοιπόν που οι «μάκηδες» της ιστορίας μας κάθονταν στις «μερσεντέ»,
στις «μπεμβέ» και στα «χουντάι», απολαμβάνοντας την επιτυχία τους, να σου
κι ακούνε στο ραδιόφωνο τα νέα φορολογικά μέτρα. «Μισθωτός με εισόδημα 3
εκατομμυρίων και δύο παιδιά», λέει ο εκφωνητής, «έχει αφορολόγητο ένα
εκατομμύριο δραχμές συν 400 χιλιάδες, αν κάνει αγορές ύψους ενός
εκατομμυρίου, οπότε από το φόρο που πρέπει να πληρώσει εκπίπτουν_ 30.000
δρχ».
«Τι λες ρε δικέ μου», σχολιάζει γελώντας ο Μάκης. «Εγώ κάνω αγορές ενός
εκατομμυρίου την ημέρα και δεν πληρώνω μία».
Όπως όλοι γνωρίζουμε, αλλά δεν τολμούμε να παραδεχτούμε δημόσια, δεν
υπάρχει οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα που να μην έχει σαν πρώτο
στόχο τη φοροδιαφυγή (που είναι παράνομη) ή τη φοροαποφυγή (που είναι
ημι-νόμιμη!) και το ερώτημα που θέτουν στον εαυτό τους, τουλάχιστον οι
προβληματισμένοι και υπεύθυνοι πολίτες, είναι: ποιος φταίει γι? αυτό το
φαινόμενο. Οι «μάκηδες» της ιστορίας μας ή το παράλυτο και πέρα για πέρα
διεφθαρμένο «κράτος;»
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Ας δούμε τη συλλογιστική ενός πολίτη που κλέβει «λίγο» το «κράτος».
«Γιατί», λέει, «να πληρώσω την εφορία, όταν ξέρω ότι οι κόποι, οι αγωνίες
και ο ιδρώτας μου θα χρησιμοποιηθούν για να βουλώσουν τις μαύρες τρύπες των
ΔΕΚΟ;»
«Ποιος έκανε την Ολυμπιακή προβληματική;» ρωτούσε ένας φίλος πρόσφατα.
«Εγώ; Και με ποια λογική πρέπει να εργάζομαι σαν είλωτας και γιατί πρέπει
να υποθηκεύσω το μέλλον των παιδιών μου για να πληρώσω τα 500
δισεκατομμύρια που χρωστάει η Ολυμπιακή, η Πειραϊκή Πατραϊκή, αλλά και τα
30 δισεκατομμύρια που χρωστάνε οι _ξύπνιοι_ που έχουν πάρει δανεικά -κι
αγύριστα- δάνεια από την Κτηματική Τράπεζα;»
«Διότι η Ολυμπιακή Αεροπορία -και οι άλλες επιχειρήσεις του ευρύτερου
δημόσιου τομέα- κάνει κοινωνική πολιτική», απαντάει ο σοσιαλίζων της
παρέας, «κι αν δεν έκανε, το εισιτήριο Αθήνα-Θεσσαλονίκη θα κόστιζε 100.000
δρχ».
«Κάνεις μέγα λάθος», απαντάει ο πρώτος. «Το εισιτήριο κοστίζει 100.000
δραχμές, επειδή η Ολυμπιακή χρησιμοποιήθηκε από τους φαύλους πολιτικούς
αφενός σαν δεξαμενή ψήφων κι αφετέρου σαν μέσο για να πλουτίσουν μέσα από
τα κυκλώματα με τις μίζες και τις προμήθεις εκατοντάδες _δικοί τους_. Γιατί
να πληρώσω για τις παρανομίες τους;».
Καταλυτικό το επιχείρημα φέρνει σε δύσκολη θέση τον συζητητή που προσπαθεί
να αποκαταστήσει τις οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες. Γιατί να
πληρώσει κάποιος φόρους, όταν ξέρει ότι το επόμενο δευτερόλεπτο θα
καταφαγωθούν από τους μικρούς και μεγάλους κοσκωτάδες, ματζουράνηδες και
γεωργιάδηδες;
«Αν πληρώσεις φόρους, θα δώσεις στο κράτος τη δυνατότητα να οργανωθεί και
να αντιμετωπίσει τους κλέφτες», επιμένει ο αιθεροβάμων.
«Αν πληρώσω φόρους, θα δώσω στο κράτος τη δυνατότητα να με κλέψει ακόμα πιο
πολύ», απαντάει ο Μάκης της ιστορίας μας, «γι? αυτό και δεν πληρώνω μία και
να πάνε να κουρεύονται».
Κι είναι αυτή ακριβώς η δυσπιστία, αυτός ο φαύλος κύκλος, όχι μόνο του
«Μάκη», αλλά και του κάθε πολίτη απέναντι σ? αυτό το αδηφάγο τέρας που τον
εμποδίζει να εκτελέσει τα φορολογικά του καθήκοντα. Οι περισσότεροι ξέρουν
(κι αν δεν ξέρουν έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν) ότι τα χρήματα που δίνουν
δεν χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση των υπηρεσιών, αλλά για προσλήψεις
δικών τους, για προμήθειες, μίζες και λαδώματα, για τη γιγάντωση ενός
υδροκέφαλου τέρατος που μόνο απαιτεί και τίποτα (ή σχεδόν) δεν προσφέρει.
O Μάκης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πού μπορεί να φτάσει ο
πολίτης που έχει απωλέσει κάθε ηθικό και κοινωνικό φραγμό, που ζητάει να τα
«κονομήσει» γρήγορα και καλά και ίσως να μην αποτελεί τη συντριπτική
πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
O άλλος όμως, ο πολίτης που εξακολουθεί να προβληματίζεται, να διατηρεί
κάποιες αντιστάσεις, που θέλει να συνεισφέρει στην προσπάθεια για
οικονομική ανάκαμψη και εθνική αξιοπρέπεια, αλλά που αποκρύπτει ένα μέρος
από τα εισοδήματά του για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, σίγουρα είναι
η συντριπτική πλειοψηφία και αυτός ο πολίτης αισθάνεται ανυπεράσπιστος,
χαμένος και προδομένος από όλες τις ηγεσίες που πέρασαν απ? τη χώρα τα
τελευταία 40 χρόνια.
Και πώς να μην αισθάνεται, όταν αυτές ακριβώς οι ηγεσίες έπλεξαν
κόμπο-κόμπο το δίχτυ του φαύλου κράτους που τον περιβάλλει.
Αλλά είναι και κάτι άλλο. Κάτι που δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για
φοροδιαφυγή (ακόμα και ακούσια) και κάνει τους επενδυτές να χαμογελούν
ειρωνικά όταν ακούνε τη λέξη Ελλάδα: η αέναη μεταβολή των όρων του
παιχνιδιού. Ξέρετε πόσα φορολογικά νομοσχέδια έχουν «κατατεθεί» και
«ψηφισθεί» τα τελευταία πέντε χρόνια; Αν η μνήμη δεν με απατά, περισσότερα
από 6 και λιγότερα από 9! Κάθε κόμμα που παίρνει την εξουσία θεωρεί
υποχρέωσή του να αλλάξει όχι μία, αλλά δύο και τρεις φορές το φορολογικό
νομοσχέδιο, ακολουθώντας τις «ιδεολογικές» του επιταγές ή υποκύπτοντας στην
πίεση και στις κραυγές των συντεχνιών ή ακόμα και του όχλου.
Αντί οι κάθε χρώματος και απόχρωσης σωτήρες να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι
και να βρουν/αποφασίσουν το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η οικονομία τα
επόμενα δέκα χρόνια, ερίζουν κυριολεκτικά περί όνου σκιάς.
Αντί -κι αυτό είναι σοβαρότερο- να βρουν τρόπους να περιορίσουν το χάλι του
ίδιου τους του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (που στην ουσία δεν υπάρχει)
οργανώνουν λεκτικά εισπρακτικά «γιουρούσια» που, όπως έχει αποδειχθεί,
ελάχιστα έσοδα φέρνουν στον κρατικό κορβανά. Το αποτέλεσμα αυτής της
ανεύθυνης (για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα) «πολιτικής» είναι ότι
κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει τη ζωή του, την επιχείρησή του, τις
επενδύσεις του, τη ζωή του, το μέλλον του.
«Στην Ελλάδα», έλεγε πρόσφατα ένας ξένος -πιθανός- επενδυτής «πρέπει να
ακούς τις ειδήσεις των 8:30 για να δεις τι θα κάνεις την επόμενη μέρα». Το
ίδιο βέβαια ισχύει και για τους κάθε κατηγορίας απλούς πολίτες. Κανείς δεν
ξέρει τι του επιφυλάσσει το αύριο και ποιος άλλος δρόμος υπάρχει από το να
προσπαθήσει να «κλέψει» το κράτος για να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ
«σιγουριάς».
Εκατοντάδες τα παραδείγματα της ανικανότητας/φαυλότητας. Από τις
προκηρύξεις διαγωνισμών για τα «μεγάλα έργα» (που αλλάζουν την επομένη της
εκλογικής νίκης του ενός ή του άλλου κόμματος για να «φάνε» και οι δικοί
τους άνθρωποι) μέχρι την ταλαίπωρη αγορά του αυτοκινήτου που είναι και ο
καθρέφτης της νεοελληνικής παράνοιας. Πόσες φορές τα τελευταία 20 χρόνια
έχει αλλάξει το «καθεστώς» της φορολογίας; 20; 30; Και ποιο το αποτέλεσμα;
Να έχει γεμίσει -πάλι- η χώρα με αυτοκίνητα με ξένες πινακίδες που ανήκουν
σε «εταιρίες» Ελλήνων που μένουν στο «εξωτερικό» (για να μην πούμε τίποτα
για την μεγάλη κομπίνα των AMO που ακόμα δεν έχει «διαλευκανθεί»).
Είναι τέτοια η παραλυσία της κρατικής «μηχανής», ώστε δεν μπορεί να επέμβει
ακόμα και σε περιπτώσεις που ο νόμος παραβιάζεται βάναυσα. Θέλετε ένα
πρόσφατο παράδειγμα που αφορά στον Τύπο; Όπως όλοι γνωρίζετε, ο νόμος
απαγορεύει στα έντυπα (εφημερίδες και περιοδικά) να προσφέρουν «δώρα» στους
αναγνώστες. Με άλλα λόγια ο νόμος απαγορεύει τον τζόγο, αλλά ποιος τον
εφαρμόζει;
Κανείς! Όποιος έχει τη δύναμη, το θράσος, τα μέσα, βγαίνει και προσφέρει τα
πάντα, από ηλεκτρικές κουζίνες μέχρι αυτοκίνητα και από διακοπές σε εξωτικά
νησιά μέχρι κρεβατοκάμαρες. Τι γίνεται με τα έντυπα που δε θέλουν (επειδή
πιστεύουν ότι άλλη είναι η αποστολή του Τύπου) ή δεν μπορούν (επειδή δε
διαθέτουν τα εκατομμύρια και τις διασυνδέσεις) να λάβουν μέρος στο
παιχνίδι;
Απλά, υφίστανται τις επιπτώσεις ενός πέρα για πέρα παράνομου και αθέμιτου
ανταγωνισμού, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Ξέρουν ότι, αν προσφύγουν
στη Δικαιοσύνη, θα χρειαστούν ίσως και_ δέκα χρόνια μέχρι να βγει η
«απόφαση», χώρια που κινδυνεύουν να δεχτούν τις φανερές (και συγκαλυμμένες)
επιθέσεις του εκδοτικού και διαφημιστικού κατεστημένου. Έτσι, ο μόνος
δρόμος που τους απομένει είναι να αγνοήσουν τους νόμους και να μπουν κι
αυτά στο ευτελές παιχνίδι προκειμένου να αυξήσουν την κυκλοφορία τους (και
να εξασφαλίσουν έτσι έσοδα από διαφημιστικές «καταχωρήσεις»).

Είναι εύκολο να κάνει κανείς κριτική. Το δύσκολο είναι να προτείνει λύσεις.
Πες μας λοιπόν κ. K.K. πώς θα λυθεί ο Γόρδιος Δεσμός; Πώς θα βγούμε απ? το
σπιράλ της συναλλαγής και της φαυλότητας; Πώς θα αισθανθούμε πολίτες ενός
ευνομούμενου κράτους αντί υπήκοοι σε δημοκρατία Μπανανίας;
Πώς θα απαλλαγούμε από τους κοσκωτάδες, τους ματζουράνηδες, τους
γεωργιάδηδες και τα «ονειρεμένα» διαμερίσματα στη Λούτσα; Πώς θα γλιτώσουμε
από τους υπαλλήλους που χρηματίζονται, τους γιατρούς που παίρνουν
«φακελάκια», τους εργολάβους που συνεχώς «αναπροσαρμόζουν» το κόστος των
δημοσίων έργων αφενός για να κερδίσουν περισσότερα κι αφετέρου για να
«ταϊσουν» τους ποντικούς που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα;
Όπως καλά γνωρίζετε, μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Όπως επίσης καλά
γνωρίζετε, το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό . Αν σήμερα η
Ελλάδα βρίσκεται στο σημείο να «διαπραγματεύεται» με τα Σκόπια και να
απειλείται από την_ Αλβανία, γι? αυτό φταίνε αποκλειστικά και μόνο αυτοί
που κυβέρνησαν (και κυβερνούν) τη χώρα καθώς και οι αυλές τους. O απλός
πολίτης δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγινε και, μια χώρα που είχε όλες τις
προϋποθέσεις να αποτελέσει TON σταθεροποιητικό πόλο (οικονομικά και
στρατηγικά) στα Βαλκάνια -ιδιαίτερα μετά το γκρέμισμα των δικτατοριών του
«υπαρκτού σοσιαλισμού»- έφτασε σ? αυτό το σημείο. Τα κάθε απόχρωσης
μορμολύκεια της πολιτικής κατάφεραν με τα ρουσφέτια, τα σκάνδαλα και το
χυδαίο τους λαϊκισμό, να μετατρέψουν τη χώρα σε ζήτουλα των Βαλκανίων. Σ?
αυτό βοήθησε βέβαια κι ένα μεγάλο μέρος του «λαού» που «βολεύτηκε» με τα
δάνεια, τους διορισμούς και τις μίζες.
«Θα ?ρθει μια στιγμή που η Ελλάδα θα πληρώσει σε χρήμα ή σε αίμα», μου είχε
πει πριν πολλά χρόνια ένας αμερικανός συνάδελφος στο Παρίσι που
παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και, πολύ φοβάμαι, ότι
αυτή η στιγμή έφθασε.
Ποια είναι λύση, έστω κι αυτή την ύστατη ώρα; Μία και μόνο. H απόφαση όλων
των υγειών και παραγωγικών δυνάμεων του έθνους να μην επιτρέψουν τον
παραπέρα εξευτελισμό της πατρίδας μας. H απόφαση του καθ? ενός από ?μας να
είναι πρώτος και καλύτερος σε όποιο χώρο είναι ταγμένος και, πάνω απ? όλα,
να είναι ΕΛΛΗΝΑΣ. Το ύψος του αφορολόγητου, τα καταλυτικά αυτοκίνητα, τα
κουπόνια, τα κομματικά «συνέδρια» και οι ρυθμίσεις της τέως βασιλικής
περιουσίας δεν είναι παρά στάχτη στα μάτια ενός λαού που έχει ήδη χάσει το
ένα του μάτι._Κ.Κ.

(*) Φανταστικό πρόσωπο που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.


Οι πρώτες μας σελίδες

EINAI νομίζω καιρός να πω κι εγώ λίγα πράγματα για τις Πρώτες Σελίδες του
περιοδικού (που σχολιάζει σε αυτό το τεύχος και ο Νίκος Δήμου). O λόγος που
δεν το έκανα τόσο καιρό είναι ένας και μόνο: σέβομαι τόσο τους συνεργάτες
μας, που σκέπτομαι ότι ακόμα και η απλή αναφορά της παρουσίας τους στους 4T
θα τους προσβάλλει για τον απλό λόγο ότι κανείς τους δε χρειάζεται
«διαφήμιση».
Με την ευκαιρία όμως της προσχώρησης στην οικογένεια του παλιού μας φίλου
(και επίσης παλιού συνεργάτη του HXOY) Βασίλη Βασιλικού, ας μου επιτραπεί
να πω σε όλους και στον καθένα χωριστά ότι η παρουσία τους τιμά το
περιοδικό._Κ.Κ.